- επιστολαδην
- ἐπιστολάδηνἐπιστολά-δην(ᾰ) adv. подобрав, подпоясавши Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιστολάδην — ἐπιστολάδην (Α) επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα δην (πρβλ. βά δην)] … Dictionary of Greek
ἐπιστολάδην — girt up indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek